θυννευτικός

θυννευτικός
θυνν-ευτικός, ή, όν,
A for tunny-fishing,

σαγήνη Luc.Sat.24

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυννευτικός — θυννευτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για το ψάρεμα τού τόν(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *θυννεύω] …   Dictionary of Greek

  • θυννευτικῆς — θυννευτικός for tunny fishing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”